- ἰταμότης
- ἰτᾰμ-ότης, ητος, ἡ,A initiative, vigour, Pl.Plt.311a; effrontery, Plu.2.715e, Jul.Or.7.225c;
συγγραφέως Plb.12.9.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγραφέως Plb.12.9.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰταμότης — initiative fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητα — ἰταμότης initiative fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητι — ἰταμότης initiative fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰταμότητος — ἰταμότης initiative fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιταμότητα — η (Α ἰταμότης) [ιταμός] προκλητικότητα, θρασύτητα, αναίδεια, αυθάδεια αρχ. τόλμη, θάρρος … Dictionary of Greek